- Λεοντίσκος
- Λεοντίσκοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεοντίσκος — (3ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Ο Πλίνιος τον θεωρούσε δευτερεύοντα καλλιτέχνη και ανέφερε δύο έργα του, την Αρπίστρια και τον Άρατο τροπαιοφόρο. Για το πρώτο δεν είναι τίποτα γνωστό, ενώ για το δεύτερο πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί… … Dictionary of Greek
Λεοντίσκον — Λεοντίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՌԻՒԾԱԿՈՐԻՒՆ — (րեան.) NBH 1 0305 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. λεοντιδεύς leonis catulus, λεοντίσκος parvus leo Կորիւն առիւծու. առիւծի լակոտ. ... *Ժամանակ ծննդեան առիւծակորեանն. Վրք. հց. ՟Ժ՟Թ: *Եբեր երկուս առիւծակորիւնս. Վեցօր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)